Με τη ρύθμιση και καταβολή αποζημίωσης σε συμμόρφωση προς τελεσίδικη απόφαση του εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που προσφάτως εγκρίθηκε από το Δημοτικό συμβούλιο, έλαβε τέλος μια διαδικασία νόμιμης αποζημίωσης συμπολίτη μας, η οποία έχει ως αφετηρία ούτε λίγο ούτε πολύ το έτος 1965, οπότε και εφαρμόσθηκε επί της ιδιοκτησίας του το νέο, τότε, πολεοδομικό σχέδιο.
Πιο συγκεκριμένα: ο Δήμος Κοζάνης χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία που διέπει την απαλλοτρίωση των ρυμοτομούμενων ακινήτων για την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδίου της πόλης Κοζάνης, ήδη προ του 1952 (όπως η απόφαση δέχεται) προέβη στην κατάληψη ολόκληρου του οικοπέδου του πολίτη, εκτάσεως 1 στρέμματος και διαμόρφωσε εντός αυτού δρόμους, κράσπεδα, πεζοδρόμια και ασφαλτόστρωση καθώς και πλατεία (τμήματα των οδών Τσιμισκή, Κλείδη, Λεωνίδα, Ερεχθέως και ένα μικρό τμήμα βρίσκεται στις οδούς Τσιμισκή με Κλείδη πλατεία).
Ο πολίτης μετά του συνηγόρου του αιτήθηκε πολλές φορές εγγράφως και προφορικώς την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου και την αποζημίωση με την διαδικασία της απαλλοτρίωσης, χωρίς να λάβει απάντηση. Το 1999 εξεδόθη τελικώς πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού η οποία και κυρώθηκε με ακόλουθες πράξεις του Νομάρχη Κοζάνης. Εντούτοις, με αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης το 2006 ακυρώθηκαν οι άνω πράξεις και η υπόθεση του πολίτη αναπέμφθηκε εκ νέου στην Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση για ένα εξέταση, η οποία ουδέποτε έλαβε χώρα. Ο πολίτης, κατέθεσε αγωγή κατά του Δήμου το 2007 και μετά από πολυετή δικαστική διαμάχη ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, εξεδόθη οριστική και αμετάκλητη απόφαση αναγνώρισης της κυριότητάς του επί της συγκεκριμένης εκτάσεως, το έτος 2011. Εν συνεχεία και εν όψει της άρνησης αποζημιώσεως του, το 2015 ασκήθηκε νέα αγωγή με την οποία ζητούσε να αποζημιωθεί για την αποστέρηση της ιδιοκτησίας του.
Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η έκδοση εν τέλει 2022 της γνωστής πλέον τελεσίδικης εφετειακής απόφασης, σύμφωνα με την οποία ο πολίτης πρέπει να αποζημιωθεί στο ½ περίπου της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου που έχει στερηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Λόγω αυτής ακριβώς της εξέλιξης επί του επιδικασθέντος ποσού (που, για την ιστορία, ήδη μειώθηκε πλέον των 100.000 ευρώ με την εφετειακή απόφαση σε σχέση με την πρωτόδικη) εκρίθη αλυσιτελής και αναποτελεσματική κάθε προσφυγή στον Άρειο Πάγο.
Συνεπώς, η καταβολή τόσο του κεφαλαίου όσο και μέρους των τόκων (καθόσον ο πολίτης δέχθηκε περαιτέρω περιορισμό των τόκων και διακανονισμό με άτοκη καταβολή 10 μηνιαίων δόσεων μετά από αναμονή για περισσότερο από ένα έτος) μετά από μια τόσο μακροχρόνια δικαστική διαμάχη με τον πολίτη, υπήρξε για εμάς αυτονόητη νομική αλλά και ηθική υποχρέωση.