Η ομιλία του Βουλευτή Στάθη Κωνσταντινίδη στην Ολομέλεια της Βουλής στο νομοσχέδιο του Υπ. Δικαιοσύνης για την ενσωμάτωση Οδηγιών, σχετικά με τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών και τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Κύριε Υπουργέ, κύριε Υφυπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συμφωνούμε νομίζω όλοι ότι τα ζητήματα που πραγματεύεται το συζητούμενο σχέδιο νόμου αφορούν σε ένα πεδίο της αγοράς το οποίο γνωρίζει τρομερή άνθηση και αυτό δεν είναι άλλο από το ψηφιακό εμπόριο. Κομμάτι και αυτό της ψηφιακής εποχής έχει σμικρύνει τις αποστάσεις ανάμεσα στους συναλλασσόμενους επαγγελματίες ή καταναλωτές. Είναι ένα μοναδικό εργαλείο που επιτρέπει σε κάθε επιχείρηση να αποκτήσει τεράστια εμβέλεια και προβολή και να προωθήσει τα προϊόντα της στο εμπορικό ράφι του πιο απομακρυσμένου καταστήματος, ακόμα και στην πόρτα του τελικού χρήστη είτε αφορά σε υλικά αγαθά, αναλώσιμα και μη, είτε σε υπηρεσίες, είτε σε ψηφιακές εφαρμογές. Αποτελεί μια φιλελεύθερη επανάσταση που δίνει τη δυνατότητα σε μια μικρή επιχείρηση να αποκτήσει βιτρίνα στο παγκόσμιο καταναλωτικό κοινό και να ανταγωνιστεί έτσι μια πολυεθνική επιχείρηση που διαθέτει δεκάδες σημεία πώλησης, ίσως και εκατοντάδες.
Από την άλλη, όμως, αποτελεί και ένα εμπορικό περιβάλλον ραγδαία εξελισσόμενο, σε κάποιες εκφάνσεις του όχι επαρκώς ρυθμισμένο, που δημιουργεί κινδύνους και ανησυχίες, γιατί, όπως και να το κάνουμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι άλλο πράγμα να απευθυνθούμε στο κατάστημα της πόλης ή της γειτονιάς μας, στον επαγγελματία που γνωρίζουμε και εμπιστευόμαστε και να πάμε να προμηθευτούμε το συγκεκριμένο αγαθό, το συγκεκριμένο προϊόν και είναι άλλο πράγμα να το παραγγείλουμε από το διαδίκτυο και ενίοτε να προκαταβάλλουμε και το τίμημα. Τελικώς να παραλάβουμε κάτι που είναι διαφορετικό από αυτό που εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή μας.
Αναμφίβολα, όμως, το ψηφιακό εμπόριο είναι μία πραγματικότητα και στη χώρα μας και βλέπουμε να υιοθετείται ακόμα και από τις μικρότερες, τις έτσι λεγόμενες «οικογενειακές επιχειρήσεις» και τελικά να αποδίδει εξίσου, ίσως και καλύτερα, από τις διά ζώσης αγορές.
Και αφού, λοιπόν, τα ηλεκτρονικά καταστήματα και οι ηλεκτρονικές αγορές αποτελούν μία αναπόδραστη εξέλιξη, πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε ένα θεσμικό περιβάλλον που θα παρέχει τις υψηλότερες δυνατές εγγυήσεις νομιμότητας και υγιούς ανταγωνισμού.
Όμως, αυτού του είδους οι συναλλαγές είναι πάρα πολλές φορές –συνηθέστατα- είναι και διασυνοριακές και τότε η ανησυχία εντείνεται. Ποιοι κανόνες ισχύουν στην αγορά που μόλις έκανα; Δεν έχω χειρότερο -και νομίζω ότι θα συμφωνήσουν οι περισσότεροι- από το να πρέπει να κάτσω να διαβάσω ένα μεγάλο κατεβατό -και ενίοτε ασαφές μάλιστα- υπό τον τίτλο «Όροι συναλλαγής». Τι κάνουμε τις περισσότερες φορές οι χρήστες, οι αγοραστές; Πατάμε, κλικάρουμε τον όρο, το πεδίο «Αποδοχή», για να τελειώνουμε και όταν προκύψει το πρόβλημα, αναζητούμε τι πραγματικά συμβαίνει, ποιες είναι οι εγγυήσεις, ποιο είναι το ισχύον πλαίσιο, τι μπορούμε να κάνουμε για να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας.
Απαντώντας, λοιπόν, στην ανάγκη διαφάνειας και ασφάλειας στις συναλλαγές και προκειμένου να ενισχύσει την ευρωπαϊκή ψηφιακή αγορά, η Ένωση έχει υιοθετήσει ένα πλαίσιο κανόνων και ζητάει από τα μέλη της τη γρήγορη και εν πολλοίς αυτούσια ενσωμάτωσή τους στις εθνικές νομοθεσίες, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα εναρμονισμένο συναλλακτικό περιβάλλον. Αυτό κάνουν και οι συζητούμενες δύο Οδηγίες που σήμερα ενσωματώνουμε στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή οι Οδηγίες 2019/770 και 2019/771 που αφορούν στις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών η πρώτη και στις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών η δεύτερη.
Ουσιαστικά πρόκειται για μία ολοκληρωμένη και συνεκτική επικαιροποίηση και συμπλήρωση της υφιστάμενης νομοθεσίας που περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη και αναγκαία στοιχεία σε σχέση με το αντικείμενο που καλείται να ρυθμίσει. Προβλέπονται έτσι οι όροι και οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης της παροχής, οι περιπτώσεις και οι συνέπειες μη ανταπόκρισης, τα περιθώρια υπαναχώρησης, τα εκατέρωθεν δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, τα ζητήματα της παραγραφής και διάφορα άλλα θέματα που συνιστούν -θα έλεγε κάποιος- τον θεσμικό κατοπτρισμό ενός φυσικού εμπορικού περιβάλλοντος σε έναν ψηφιακό, με τις ευνόητες -αν θέλετε- διαφοροποιήσεις που συνεπάγονται οι ιδιαιτερότητες του δεύτερου και οι ανάγκες μιας αυξημένης προστασίας στον λήπτη-καταναλωτή.
Δεν θα απαριθμήσω τις ειδικότερες προβλέψεις του σχεδίου. Με ενάργεια αναφέρθηκε στις επιμέρους ρυθμίσεις ο εισηγητής της Πλειοψηφίας και τον ευχαριστούμε.
Έχει, όμως, αξία να αναγνωρίσουμε την ορθότητα της επιλογής η μεν πρώτη Οδηγία, η 2019/770 να αποτελέσει πρόβλεψη ειδικού αστικού νόμου, αφού ρυθμίζει αυτοτελώς θέματα ειδικότερα του Αστικού Κώδικα που ορθώς δεν εντάσσονται στην ύλη του, ενώ αντίθετα οι διατάξεις της δεύτερης Οδηγίας, που αφορά στο κεφάλαιο της πώλησης, να ενταχθούν και να ενσωματωθούν στο περιεχόμενο του Κώδικα με ρυθμίσεις που θα αναφέρονται στη νέα ψηφιακή εποχή. Η συστηματική αυτή επιλογή υπαγορεύεται από τα περιεχόμενα των δύο Οδηγιών και υπηρετεί την ασφάλεια δικαίου, χωρίς να οδηγεί σε αχρείαστη διάσπαση ενός πολύ σημαντικού κεφαλαίου των συμβάσεων, όπως είναι αυτό των πωλήσεων.
Εξάλλου, η τελική μορφή του σχεδίου αποτελεί το προϊόν διετούς επεξεργασίας της νομοθετικής ύλης από ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αποτελούμενη από προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους, γεγονός που εξηγεί και δικαιολογεί τον χρόνο που έρχεται αυτό το σχέδιο νόμου προς ψήφιση.
Το σημείο, βέβαια, αυτό αποτέλεσε -καθ’ υπερβολή θα έλεγα- σημείο κριτικής από την Αντιπολίτευση, η οποία, βεβαίως, μας εγκαλεί για προχειρότητα κάθε φορά που επεμβαίνουμε στα εδάφη των Κωδίκων, χωρίς να έχει προηγηθεί συστηματική επεξεργασία των διατάξεων από αντίστοιχη επιτροπή. Το ίδιο κάνει και σήμερα που έχει προηγηθεί αυτή η διαδικασία.
Έρχεται, όμως, η ασκηθείσα κριτική και σε σύγκρουση με τη στάση της Αντιπολίτευσης τα προηγούμενα δύο χρόνια, όπου κάθε φορά που φέρναμε ένα «μη-Covid» νομοσχέδιο ακούγαμε τα στελέχη της να εξεγείρονται. Εκεί, λοιπόν, σας ενοχλούσε ότι νομοθετούμε εν μέσω της πανδημίας. Τώρα σας ενοχλεί η θερινή ραστώνη. Τη μία μας λέγατε «γιατί βιάζεστε;», τώρα μας λέτε «γιατί αργείτε;». Αποφασίστε!
Μέχρι τότε εμείς θα έχουμε νομοθετήσει τετρακόσια, τετρακόσια περίπου νομοσχέδια, θα έχουμε εκσυγχρονίσει το θεσμικό πλαίσιο, θα έχουμε δημιουργήσει το αναπτυξιακό περιβάλλον, θα έχουμε αναβαθμίσει τη χώρα σε όλους σχεδόν τους δείκτες. Εσείς ακόμα θα συζητάτε για το «αργά» ή το «γρήγορα».
Όμως, από την εξελιχθείσα συζήτηση επιβεβαιώνεται αβίαστα και ένα άλλο συμπέρασμα: η απροθυμία των κομμάτων να συνεννοηθούμε ακόμα και στα αυτονόητα. Όταν δηλαδή μέχρι τη σημερινή συζήτηση στην Ολομέλεια για την ενσωμάτωση δύο Οδηγιών με τεχνικό εν πολλοίς περιεχόμενο και σχεδόν ανύπαρκτη τη δυνατότητα παρεκκλίσεων λόγω του δεσμευτικού τους πεδίου ακούγονται επί της αρχής –προσέξτε, επί της αρχής, όχι στα άρθρα- δύο «κατά» και τρεις επιφυλάξεις, για ποιες πολυκομματικές κυβερνήσεις μιλάμε; Όταν κάποια κόμματα από γινάτι δεν ψηφίζουν το νομοσχέδιο για τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας που διασώζουν εκατοντάδες θέσεις εργασίας και υπόσχονται τη δημιουργία ακόμα περισσοτέρων αλλά και επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων, τότε για ποια συνεννόηση μιλάμε;
Δυστυχώς, κυρίες και κύριοι της Αντιπολίτευσης, εσείς που μιλάτε για σύνθεση και συνεννόηση υποτάσσετε αυτές τις έννοιες σε κομματικές σκοπιμότητες.
Εμείς πιστεύουμε στην ανάγκη σταθερότητας και προόδου και θα κάνουμε ό,τι είναι αναγκαίο για να τα εξασφαλίσουμε και τα δύο για τη χώρα και τους συμπολίτες μας και θα παρουσιάσουμε το συνολικό μας έργο, την αποτίμηση του έργου μας σε δέκα μήνες, όταν θα έρθει ο χρόνος των εκλογών, για να το αξιολογήσουν αυτό οι Ελληνίδες και οι Έλληνες.
Ευχαριστώ πολύ.