O Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σημειώνει πως αν κάθε παιδί εμβολιάζονταν για στρεπτόκοκκο θα μειώνονταν η χρήση αντιβιοτικών κατά 11 εκατομμύρια ημερησίως.
Τα επιστημονικά στατιστικά στοιχεία είναι και πάλι απόλυτα. Οι λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού αποτελούν το τρίτο αίτιο θνησιμότητας παγκοσμίως καθώς τα αντιβιοτικά που υπάρχουν δεν μπορούν να νικήσουν τις επιπλοκές. Ο εμβολιασμός ενδείκνυται λοιπόν ως η καλύτερη θωράκιση του οργανισμού για μια ακόμη φορά. Μάλιστα, πέρα από την προστασία από τις λοιμώξεις ο αντιγριπικός και κατά του πνευμονιοκόκκου εμβολιασμός μπορεί επίσης να μειώσει την αντοχή σε ανθεκτικά μικρόβια με 3 τρόπους.
Ειδικότερα η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία επισημαίνει τα εξής σχετικά με τους τρόπους προστασίας:
• Τα υπάρχοντα εμβόλια μπορούν να προλάβουν λοιμώξεις που η θεραπεία τους θα απαιτούσε αντιμικροβιακά φάρμακα
• Τα υπάρχοντα εμβόλια μπορούν να μειώσουν τις ιογενείς λοιμώξεις, που συχνά εσφαλμένα θεραπεύονται με αντιβιοτικά και οι οποίες μπορεί επίσης να προδιαθέσουν σε δευτεροπαθείς λοιμώξεις που χρειάζονται αντιβιοτική θεραπεία.
• Η ανάπτυξη και χρήση νέων ή βελτιωμένων εμβολίων μπορεί να προλάβει νοσήματα που καθίσταται δύσκολη η θεραπεία τους ή δεν μπορούν να θεραπευθούν λόγω αντιμικροβιακής αντοχής.
Αξίζει να σημειωθεί δε ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ότι, αν κάθε παιδί εμβολιαζόταν με το εμβόλιο κατά του Streptococcus pneumoniae θα αποτρεπόταν η χρήση αντιβιοτικών 11 εκατομμυρίων ημερών ετησίως. Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική αν σκεφτεί κανείς ότι ο Π.Ο.Υ. κατατάσσει τον πνευμονιόκοκκο μεταξύ των 12 πιο σημαντικών ανθεκτικών βακτηρίων παγκοσμίως για τα οποία χρειάζονται επειγόντως νέες θεραπείες.
Οι επιστήμονες αναφέρουν ακόμη ότι, μπορεί ο εμβολιασμός να έχει βοηθήσει την ανθρωπότητα να απαλλαγεί από νοσήματα που είχαν οδηγήσει σε εκατομμύρια θανάτους (πχ από ευλογιά, πολιομυελίτιδα κ.λπ.), όμως ο πλημμελής εμβολιασμός μπορεί να οδηγήσει σε επανεμφάνιση κάποιων σπάνιων τώρα νοσημάτων όπως διφθερίτιδα, πολιομυελίτιδα, παρωτίτιδα και ιλαρά.
Επισημαινεται ότι, από τον Αύγουστο 2019, σε τέσσερις χώρες επανεμφανίστηκε ιλαρά (Αλβανία, Τσεχία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο) . Η δε επανεμφάνιση της διφθερίτιδας στην Ελληνική κοινωνία αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα «εξαφανισμένης» νόσου δείχνοντας ότι η κοινωνία θα πρέπει να δείξει ιδιαίτερη σχολαστικότητα όσον αφορά στον εμβολιασμό.
Δεν είναι τυχαίο ότι το κρούσμα διφθερίτιδας προκάλεσε και μια ενδοκομματική παραφωνία στην ΝΔ, καθώς χθες ο Βουλευτής του κόμματος κύριος Βασίλης Οικονόμου με ερώτησή του προς τον υπουργό υγείας κ. Βασίλης Κικίλια, του ζητά να τοποθετηθεί σχετικά με το αν σκοπεύει το Υπουργείο να εξασφαλίσει τα απαραίτητα εμβόλια έτσι ώστε να μην έχουμε περαιτέρω νέα κρούσματα ασθενειών.
Όπως εξηγεί ο κ. Οικονόμου: «Ένεκα του αναπάντεχου της επανεμφάνισης κρούσματος διφθερίτιδος μετά από αρκετές δεκαετίες, ανακύπτει εκ νέου το ζήτημα της εμβολιαστικής κάλυψης και των ενηλίκων. Ως γνωστόν η ανοσιακή επάρκεια μετά τον τελευταίο εμβολιασμό που θεωρητικά γίνεται μεταξύ 11 και 12 ετών, διαρκεί για 10 έτη και πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε δεκαετία της ενήλικης ζωής. Έως και προ περίπου 2 ετών κυκλοφορούσε το εμβόλιο DTvax το οποίο πλέον είναι σε απόλυτη έλλειψη. Εξίσου σημαντικό ζήτημα επίσης αποτελεί η απόλυτη έλλειψη, από τουλάχιστον 3 ετών, του εμβολίου Tdap (Τετάνου, διφθερίτιδος, ακυτταρικό κοκύτη). Το εμβόλιο αυτό, όπως ορίζεται από τις οδηγίες του Υπουργείου Υγείας πρέπει να χορηγείται σε κάθε κύηση στις έγκυες γυναίκες κατά προτίμηση από την 27η έως την 36η εβδομάδα κύησης, καθώς και σε ανεμβολίαστες λεχωΐδες, ανεξάρτητα από το διάστημα που μεσολάβησε από προηγούμενο εμβολιασμό. Ο μη εμβολιασμός θέτει τα νεογέννητα σε πολύ υψηλό κίνδυνο νόσησης από κοκκύτη. Εξαιτίας της ελλείψεως αυτής τα τελευταία τουλάχιστον 4 έτη η μεγάλη πλειονότητα των εγκύων δεν εμβολιάζεται και μια μικρή μειοψηφία εμβολιάζεται με το τετραδύναμο εμβόλιο Boostrix, το οποίο όμως περιέχει και αδρανοποιημένο τμήμα για την πολυομυελίτιδα (IPV) που επισήμως δεν υπάρχει οδηγία που να το επιτρέπει».