Η κατάκτηση της ανάγνωσης αποτελεί πολύ σημαντική δεξιότητα για την πρώιμη εκπαίδευση και τα παιδιά που εμφανίζουν αναγνωστικές δυσκολίες συχνά εισέρχονται σε μία καθοδική πορεία χαμηλής εκπαιδευτικής επίδοσης και φτωχών εργασιακών προοπτικών με αρνητικές συνέπειες στην ευημερία τους ως ενήλικες. Όταν σκεφτόμαστε τα προβλήματα στην εκμάθηση της ανάγνωσης, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διακρίνουμε ανάμεσα στην αποκωδικοποίηση (την ακρίβεια ή την ευχέρεια φωναχτής ανάγνωσης) και στην κατανόηση (την επάρκεια κατανόησης κειμένου). Προβλήματα στην εκμάθηση της αποκωδικοποίησης (αναπτυξιακή δυσλεξία) και προβλήματα στην εκμάθηση κατανόησης κειμένων (διαταραχή αναγνωστικής κατανόησης) αποτελούν διακριτές μορφές δυσκολιών, τα οποία φαίνεται ότι εξαρτώνται πρωταρχικά από διαταραχές ανάπτυξης του προφορικού λόγου. Η δυσλεξία συσχετίζεται με πρώιμα προβλήματα στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού, καθώς τα επίμονα προβλήματα στην ανάπτυξη φωνολογικών δεξιοτήτων φαίνεται να αποτελούν εμπόδιο στην εκμάθηση αποκωδικοποίησης του γραπτού λόγου. Από την άλλη, η διαταραχή αναγνωστικής κατανόησης φαίνεται να επηρεάζεται από ένα ευρύ φάσμα γλωσσικών δυσκολιών του προφορικού λόγου, όπως προβλημάτων κατανόησης των λεξιλογικών εννοιών, καθώς και προβλημάτων με γραμματικές δεξιότητες. Ενίοτε, δυσκολίες και στα δύο επίπεδα της γλώσσας, δηλαδή στο φωνολογικό και στο γραμματικό, μπορεί να συνυπάρχουν. Ωστόσο, τα παιδιά με δυσλεξία πιθανά να δυσκολευτούν στην κατανόηση κειμένων, εξαιτίας του γνωστικού έργου, του κόπου δηλαδή που καταβάλουν για να διαβάσουν, που με τη σειρά του θα επηρεάσει την ικανότητα κατανόησης, ενώ οι περιορισμένες, δυσχερείς απόπειρες ανάγνωσης θα είναι κατά κανόνα λιγότερες εμποδίζοντας την ανάπτυξη στρατηγικών παρακολούθησης της κατανόησης (γνωρίζω για παράδειγμα που βρίσκομαι στο κείμενο και τι έχω καταλάβει), καθώς και περαιτέρω ανάπτυξης του λεξιλογίου.
Τα τελευταία 25 χρόνια ιδιαίτερη πρόοδος έχει σημειωθεί στον τρόπο που η επιστημονική κοινότητα κατανοεί τη δυσλεξία και τις μαθησιακές δυσκολίες σε παραμέτρους ταξινόμησης, ορισμών, νευροβιολογικών παραγόντων και παρέμβασης.
Τι είναι η δυσλεξία;
Πρώιμοι ορισμοί, όπως εκείνος που δόθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Νευρολογίας (World Federation of Neurology), ισχυρίζονται ότι η δυσλεξία είναι μια διαταραχή που εμφανίζεται σε παιδιά που, παρά τις εκπαιδευτικές εμπειρίες, τις τυπικές νοητικές ικανότητες και το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, αποτυγχάνουν να κατακτήσουν την ανάγνωση, τη γραφή και την ορθογραφία. Τέτοιοι ορισμοί έχουν επικριθεί ιδιαιτέρως, καθώς περιλαμβάνουν κριτήρια αποκλεισμού, μας λένε ουσιαστικά τι δεν είναι η δυσλεξία και όχι τι είναι. Πιο σύγχρονοι ορισμοί, όπως εκείνος που διατυπώθηκε από τον Διεθνή Συνεταιρισμό Δυσλεξίας (International Association of Dyslexia), ισχυρίζονται ότι «η δυσλεξία είναι μια ειδική μαθησιακή δυσκολία νευροβιολογικής προέλευσης. Χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στην ακριβή ή/και στην ευχερή αναγνώριση λέξεων, στην ορθογραφία, καθώς και στις ικανότητες αποκωδικοποίησης. Αυτές οι δυσκολίες είναι τυπικά το αποτέλεσμα ενός ελλείμματος στο φωνολογικό μέρος της γλώσσας, μη αναμενόμενου με βάση άλλες γνωστικές ικανότητες του ατόμου, καθώς και της αποτελεσματικής εκπαίδευσης που δέχεται το άτομο στη σχολική τάξη. Δευτερογενείς συνέπειες μπορεί να περιλαμβάνουν προβλήματα στην αναγνωστική κατανόηση, ενώ η περιορισμένη αναγνωστική εμπειρία μπορεί να περιορίσει την ανάπτυξη του λεξιλογίου και της πρότερης μαθημένης γνώσης».
Η δυσλεξία αποτελεί την πιο συχνή μαθησιακή δυσκολία και παραμένει σε όλη τη ζωή του ανθρώπου, ενώ μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως σοβαρή. Όσο νωρίτερα παρεμβαίνει κανείς, τόσο καλύτερα κι ευνοϊκότερα θα είναι τα αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν είναι αργά για το άτομο με δυσλεξία να βελτιώσει τις αναγνωστικές του επιδόσεις.
Πολύ συχνά, η δυσλεξία δεν διαγιγνώσκεται στα πρώτα χρόνια της σχολικής ζωής, με αποτέλεσμα το παιδί να βρίσκεται σε σύγχυση εξαιτίας της δυσκολίας που παρουσιάζει στην κατάκτηση της ανάγνωσης. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι και άλλα προβλήματα μπορεί να συνυπάρχουν ή να εμφανίζονται εξαιτίας του ότι ένα παιδί έχει δυσλεξία, όπως:
- Να επιδεικνύει σημάδια κατάθλιψης και χαμηλής αυτοπεποίθησης
- Να παρουσιάζει προβλήματα συμπεριφοράς στο σπίτι ή και στο σχολείο
- Να επιδεικνύει χαμηλό κίνητρο, να αναπτύξει απροθυμία, έλλειψη ενδιαφέροντος για το σχολείο που, με τη σειρά του, θα εμποδίσει τη σχολική επιτυχία αν δεν αντιμετωπισθεί.
Τι προκαλεί πιθανά τη δυσλεξία;
Οι ερευνητές δεν έχουν καταλήξει ακόμη στα ακριβή αίτια που προκαλούν τη δυσλεξία, αλλά φαίνεται ότι τα γονίδια και οι εγκεφαλικές διαφοροποιήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο.
Η δυσλεξία απαντάται πολύ συχνά στις οικογένειες με το 40% των δυσλεκτικών ατόμων να έχουν επίσης συγγενείς με αναγνωστικές δυσκολίες κι ένα άλλο 49% αυτών να έχουν δυσλεκτικούς γονείς. Οι ερευνητές έχουν βρει και γονίδια που συνδέονται τόσο με δυσκολίες ανάγνωσης όσο και με την γλωσσική επεξεργασία.
Εγκεφαλικές διαφοροποιήσεις έχουν παρατηρηθεί μεταξύ ατόμων με και χωρίς δυσλεξία σε περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται με αναγνωστικές δεξιότητες σχετιζόμενες με την αναγνώριση των ήχων των γραμμάτων στις λέξεις, καθώς και με την ανάγνωση λέξεων.
Συμπτώματα Δυσλεξίας
- Προσχολική Ηλικία
Τα παιδιά που δεν κατακτούν τις πρώτες τους λέξεις μέχρι την ηλικία των 15 μηνών ή δεν παράγουν τις πρώτες τους φράσεις μέχρι την ηλικία των 2 ετών κινδυνεύουν περισσότερο να αναπτύξουν δυσλεξία. Ωστόσο, όλα τα άτομα με γλωσσική καθυστέρηση δεν αναπτύσσουν δυσλεξία, ενώ όλα τα άτομα με δυσλεξία δεν εμφάνισαν καθυστέρηση στην ανάπτυξη της γλώσσας όταν ήταν παιδιά. Η ομιλιακή καθυστέρηση στρέφει απλά την προσοχή των γονέων στην ανάπτυξη της γλώσσας του παιδιού τους.
Τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με ιστορικό αναγνωστικών δυσκολιών πρέπει να ελέγχονται συστηματικά για δυσλεξία.
Ενδείξεις που συχνά απαντώνται προσχολικά σε παιδιά με δυσλεξία περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
- Καθυστέρηση ανάπτυξης της ομιλίας
- Δυσκολίες εκφοράς λέξεων, π.χ. καμαρόνια για μακαρόνια
- Δυσκολίες εκφοράς πολυσύλλαβων λέξεων
- Δυσκολίες εκμάθησης του αλφάβητου, των αριθμών, των ημερών της εβδομάδας, των σχημάτων, γραφής του ονόματος τους
- Δυσκολίες εκμάθησης ομοιοκατάληκτων ποιημάτων
- Πιθανές δυσκολίες στην εκμάθηση νέου λεξιλογίου
- Πιθανές δυσκολίες ακολουθίας οδηγιών πολλών βημάτων
- Οι λεπτές κινητικές δεξιότητες μπορεί να αναπτύσσονται πιο αργά σε σχέση με τα άλλα παιδιά
- Δυσκολίες κατάτμησης (διαχωρισμού/συλλαβισμού) και συγκερασμού (συνδυασμού) ήχων για τη δημιουργία λέξεων
- Πιθανές δυσκολίες αφήγησης και αναδιήγησης μιας ιστορίας στην κατάλληλη χρονολογική σειρά
- Νήπια και πρώτη τάξη
Στην ηλικία των 5 ή 6 ετών, όταν τα παιδιά ξεκινούν να μαθαίνουν να διαβάζουν, τα δυσλεκτικά συμπτώματα γίνονται πιο εμφανή. Ενδείξεις που μπορεί να μας ανησυχήσουν και φαίνεται ότι μπορεί να αφορούν ένα άτομο με δυσλεξία είναι οι ακόλουθες:
- Τα άτομα δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι οι λέξεις απαρτίζονται από ήχους και χωρίζονται σε αυτούς
- Κάνουν λάθη ανάγνωσης που δεν συνδέονται με τους ήχους των γραμμάτων στη σελίδα, διαβάζουν δηλαδή κάτι άλλο από αυτό που αναμένεται
- Έχουν ιστορικό θετικό για αναγνωστικές δυσκολίες σε γονείς ή σε συγγενικά πρόσωπα
- Παραπονιούνται για το πόσο δύσκολη είναι η ανάγνωση
- Δεν επιθυμούν να πάνε στο σχολείο
- Επιδεικνύουν προβλήματα στην εκφορά λέξεων ή στην ομιλία
- Έχουν δυσκολίες να πουν έναν έναν τους ήχους των γραμμάτων απλών λέξεων, όπως «εσύ», «παπί», «κότα»
- Δυσκολεύονται να συνδέσουν τα γράμματα με τους ήχους τους
Πρώιμα προγράμματα παρέμβασης σε αυτή την ηλικία εστιάζουν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων φωνολογικής επίγνωσης (αναγνώρισης και χειρισμού των ήχων της γλώσσας, όπως για παράδειγμα είναι η κατάτμηση μιας λέξης στις συλλαβές της, ο εντοπισμός του γράμματος που ξεκινάει η λέξη, του γράμματος που τελειώνει, κ.ά), εμπλουτισμού του λεξιλογίου, καθώς και στρατηγικών ανάγνωσης.
- Δευτέρα έως Έκτη τάξη
Ενδείξεις δυσλεξίας σε αυτά τα σχολικά χρόνια περιλαμβάνουν τα εξής:
- Πολύ αργός ρυθμός κατάκτησης της ανάγνωσης
- Αργός, ιδιότυπος ρυθμός ανάγνωσης
- Προβλήματα ανάγνωσης καινούργιων λέξεων
- Αποφεύγουν να διαβάζουν φωναχτά
- Προφέρουν λανθασμένα λέξεις πολυσύλλαβες, άγνωστες ή πολύπλοκες
- Μπερδεύουν λέξεις που μοιάζουν όπως ακούγονται ή έχουν κοινά γράμματα (π.χ. «είσαι» για «εσύ» και το αντίστροφο, «ένα» αντί για «εάν», «να» για «αν»)
- Δυσκολεύονται να θυμούνται λεπτομέρειες, ημερομηνίες, ονόματα
- Χρησιμοποιούν ασαφές λεξιλόγιο ή γενικές λέξεις, όπως «αυτό», «πράγμα»
- «Ακατάστατος» γραφικός χαρακτήρας, παράληψη, μετακίνηση γραμμάτων, προσθήκη γραμμάτων
- Συχνά τυπικά λάθη που μπορεί να κάνουν τα παιδιά με δυσλεξία από τη στιγμή που θα εκτεθούν στον γραπτό λόγο, αλλά που παρατηρούνται και σε μεγαλύτερη ηλικία μπορεί να είναι:
-Σύγχυση γραμμάτων που μοιάζουν ακουστικά ή οπτικά, όπως για παράδειγμα των β-φ, δ-θ, γ-χ, τ-κ, τ-π, φ-θ. Επομένως, μπορεί να διαβάσουν «κάρφουνο» αντί για «κάρβουνο», «φάμνοι» αντί για «θάμνοι», «αχκάθι» αντί για «αγκάθι», «καλάδι» αντί για καλάθι»κ.ά.
-Μπερδεύουν γράμματα και αριθμούς ή τα αντιστρέφουν, όπως για παράδειγμα 3 αντί ε, 6 αντί 9, δ αντί ρ («ήδωες» αντί για «ήρωες»), κ.ά.
-Μπορεί να κάνουν αντιμεταθέσεις γραμμάτων, π.χ. «άργιο» αντί για «άγριο», «κραπούζι» αντί για «καρπούζι»
-Επαναλαμβάνουν γράμματα ή συλλαβές στην ανάγνωση ή και στην γραφή
-Κάνουν επενθέσεις (προσθέτουν δηλαδή γράμματα στις λέξεις, διαβάζουν για παράδειγμα «αναθισμένοι» αντί για «ανθισμένοι», «παρακλίμη» αντί για «παρακμή», «απωλόνονταν» αντί για «απλώνονταν»)
-Μπερδεύουν λέξεις που μοιάζουν ακουστικά μεταξύ τους («ήταν» αντί για «ένας», «τοπίο» αντί για «τόπος»)
-Κάνουν ορθογραφικά λάθη, στο θέμα της λέξης και στις καταλήξεις
-Δεν χρησιμοποιούν σημεία στίξης ούτε το τονικό σημάδι
-Μπορεί να κολλάνε τις λέξεις μεταξύ τους ή να χωρίζουν μία λέξη σε δύο
Προγράμματα παρέμβασης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δυσλεκτικών συμπτωμάτων περιλαμβάνουν εκπαίδευση στους ήχους των γραμμάτων, ανάπτυξη της φωνημικής επίγνωσης, καθώς και σύνδεση των γραμμάτων με τα φωνήματα μέσω γραφής και ανάγνωσης κειμένων στο κατάλληλο επίπεδο για την προαγωγή των αναδυόμενων δεξιοτήτων. Οι παρεμβάσεις θα πρέπει να είναι συστηματικές, επαρκώς δομημένες, πολύ-αισθητηριακές και θα πρέπει να περιλαμβάνουν αρκετή διδασκαλία και χρόνο για εδραίωση των μαθησιακών επιτευγμάτων με συχνές επαναλήψεις, λαμβάνοντας υπόψη τους πιθανούς περιορισμούς στην προσοχή και τις μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού.
Γονείς και εκπαιδευτικοί θα πρέπει να γνωρίζουν την σύνδεση μεταξύ του προφορικού λόγου με τον γραπτό, τη σύνδεση δηλαδή που υπάρχει μεταξύ του πως χρησιμοποιούμε τη γλώσσα προφορικά στα προσχολικά χρόνια και του τρόπου που διαβάζουμε και γράφουμε στα σχολικά χρόνια, όπως επίσης και ότι οι πιθανές δυσκολίες κατάκτησης της ανάγνωσης μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας διαταραχής, όπως της δυσλεξίας, που προϋπάρχει της ανάγνωσης.
Η πρώιμη παρέμβαση κι ενημέρωση φαίνεται να αποτελούν ισχυρούς συμμάχους στην αντιμετώπιση αυτής της διαταραχής.
Γράφει η Φανή Μπιλιτσάκη, Λογοθεραπεύτρια, Msc -Πρώην Συνεργάτης Τμήμα Λογοθεραπείας, ΤΕΙ Ηπείρου – Εκπ. Ειδ. Αγωγής
Πηγή:enikos.gr