«Τα άτομα με προδιαβήτη συχνά παρουσιάζουν διαταραγμένο μεταβολισμό των λιπιδίων και χρόνια φλεγμονή χαμηλού βαθμού, τα οποία μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη καταστάσεων όπως η καρδιακή νόσος και ο διαβήτης τύπου 2», δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Morganne Smith, υποψήφια διδάκτωρ στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Ιλινόις.
Οι ερευνητές από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Ιλινόις ξεκίνησαν τη μελέτη τους με 72 συμμετέχοντες με προδιαβήτη, οι οποίοι τοποθετήθηκαν τυχαία σε μία από τις τρεις ομάδες:
- Μία που έτρωγε 1 φλιτζάνι μαύρα φασόλια την ημέρα
- Μία που έτρωγε 1 φλιτζάνι ρεβίθια την ημέρα
- Μία που έτρωγε 1 φλιτζάνι ρύζι την ημέρα
Δείγματα αίματος ελήφθησαν στην αρχή της μελέτης, την 6η εβδομάδα και την 12η εβδομάδα.
Στο τέλος των 12 εβδομάδων, όσοι έτρωγαν ρεβίθια καθημερινά είχαν σημαντικά μειωμένη ολική χοληστερόλη (που σχετίζεται με τη μείωση τόσο της LDL, της «κακής» χοληστερόλης, όσο και της HDL, ή «καλής» χοληστερόλης) και των τριγλυκεριδίων, ενός τύπου λίπους που βρίσκεται στο αίμα.
Στις 6 εβδομάδες η ομάδα των ρεβιθιών είχε επίσης χαμηλότερους δείκτες φλεγμονής, οι οποίοι, με την πάροδο του χρόνου, μπορούν να οδηγήσουν σε χρόνιες ασθένειες. Ωστόσο, οι αριθμοί αυτοί αυξήθηκαν και πάλι μέχρι την εβδομάδα 12.
Μετά από 12 εβδομάδες, οι συμμετέχοντες της ομάδας των μαύρων φασολιών είχαν μειωμένους δείκτες φλεγμονής, οι οποίοι ήταν πιο σημαντικοί από εκείνους των ατόμων που έτρωγαν ρεβίθια ή ρύζι.
Οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση φασολιών συνδέεται με σημαντικές διαφορές στα επίπεδα γλυκόζης.
Σημειώνεται πως παρότι τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν θετικά αποτελέσματα για τα άτομα με προδιαβήτη, η συγγραφέας της μελέτης Indika Edirisinghe, καθηγήτρια Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Ιλινόις, προειδοποίησε ότι τα αποτελέσματα δεν επαρκούν για να βγάλει κανείς συμπεράσματα για τον ευρύτερο πληθυσμό. «Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι δεν μπορούν να γενικευτούν, δεδομένου ότι η μελέτη περιορίστηκε σε άτομα με προδιαβήτη», δήλωσε στο Health. «Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σε έναν ευρύτερο πληθυσμό για την πλήρη κατανόηση των επιπτώσεων».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η μελέτη είναι μικρή και δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί ακόμη επαρκώς.
Πηγή: health.com