ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΑΓΝΩΣΗ
Άνοιγμα σχολείων, αλλά μόνο των Λυκείων, για άλλη μια φορά χωρίς κανένα ουσιαστικό μέτρο προστασίας απέναντι στον κορονοϊό, πετώντας ξανά το «μπαλάκι» σε μαθητές και εκπαιδευτικούς, φορτώνοντάς τους την ατομική ευθύνη της «αυτοδιάγνωσης». Αυτό ανακοίνωσε προχτές η κυβέρνηση, ξεσηκώνοντας δικαιολογημένες αντιδράσεις σε εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές.
Όλων όσοι δέκα μήνες τώρα διεκδικούν όρους ασφάλειας για τη λειτουργία των σχολείων, επιπλέον εκπαιδευτικούς και προσωπικό καθαριότητας, εξεύρεση χώρων και υποδομών για αραίωση των μαθητών στις τάξεις.
Διεκδικούν την επιτάχυνση των εμβολιασμών και την ένταξη των εκπαιδευτικών σε αυτούς, τη διενέργεια μαζικών επαναλαμβανόμενων τεστ από προσωπικό του ΕΟΔΥ σε όλα τα σχολεία, εξαντλητικές ιχνηλατήσεις εκεί που υπάρχουν κρούσματα, για να σπάει η αλυσίδα της μετάδοσης μέσα στο σχολείο και επομένως στις οικογένειες δασκάλων και μαθητών.
Τέτοια μέτρα η κυβέρνηση τα αρνείται, αντιμετωπίζοντας τις ανάγκες της Εκπαίδευσης, του λαού και των παιδιών του ως κόστος. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή και όχι για «έλλειψη σχεδίου», όπως λένε οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, καταλογίζοντας κι εδώ στην κυβέρνηση «ερασιτεχνισμό», ενώ πρόκειται για συνειδητό τζογάρισμα της υγείας μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών, στη λογική του «κόστους – οφέλους».
Τα αποτελέσματα φάνηκαν από το Σεπτέμβρη, όταν με την έναρξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας χωρίς μέτρα, τα κρούσματα στα σχολεία άρχισαν να πολλαπλασιάζονται με ταχύτητα. Τι έλεγε τότε η κυβέρνηση; Ότι τα «υγειονομικά πρωτόκολλα» για τα σχολεία ήταν «ασπίδα προστασίας», ότι δεν ήταν αναγκαία ο συστηματικός έλεγχος και η ιχνηλάτηση στους μαθητές επειδή «στα σχολεία δεν κολλάει» και ότι είναι υπερβολές τα αιτήματα γονέων, μαθητών και εκπαιδευτικών.
Και μόνο το γεγονός ότι τώρα καθιστά υποχρεωτικό τον συχνό έλεγχο των μαθητών για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα, δείχνει πόσο διάτρητα ήταν τα πρωτόκολλα που υπερασπιζόταν μέχρι πρόσφατα, με «επιστημονικό» μάλιστα μανδύα, ρίχνοντας λάσπη στις δίκαιες διεκδικήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας. Το απέδειξε άλλωστε η έξαρση της νόσου, που οδήγησε τελικά στο κλείσιμο των σχολείων τον περασμένο Νοέμβρη.
Τώρα η κυβέρνηση υποχρεώνει μαθητές και εκπαιδευτικούς σε τακτικό έλεγχο για να ξανανοίξει τα σχολεία, αλλά τους φορτώνει την ευθύνη να τον κάνουν μόνοι τους, πετώντας από πάνω της την αυτονόητη υποχρέωση να μεριμνά το κράτος για την πρόληψη και την ιχνηλάτηση, πόσο μάλλον για την επιδημιολογική καταγραφή και παρακολούθηση.
Η αυτοδιάγνωση θα οξύνει τα προβλήματα και δεν θα τα λύσει. Κι αυτό φαίνεται ήδη από τα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα δύο μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία: Τι θα συμβεί αν το τεστ δεν γίνει σωστά, αφού οι μαθητές ούτε γιατροί είναι ούτε νοσηλευτές; Τι θα γίνει αν τα αποτελέσματα δεν είναι αξιόπιστα; `H αν κάποιοι φέρνουν στο σχολείο ψευδείς δηλώσεις;
Την ώρα που τα παιδιά κάθονται δυο – δυο στα θρανία, χωρίς αποστάσεις και παστωμένα σε τάξεις των 25 και βάλε μαθητών, ο ιός βρίσκει χώρο να εισχωρεί και να μεταδίδεται. Φτάνει όμως κι από άλλο δρόμο στους μαθητές: Από τους εργαζόμενους γονείς, που είναι καθημερινά εκτεθειμένοι στα πρωτόκολλα της εργοδοσίας και στα παστωμένα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση στην εκπαίδευση, στη μόρφωση και την ομαλή ψυχική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών είναι οριακή. Κάθε καθυστέρηση από το ασφαλές άνοιγμα της Εκπαίδευσης είναι ένα εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό έγκλημα, που βαραίνει το κράτος και την κυβέρνηση, κάνοντας επιτακτική ανάγκη να δυναμώσει ο αγώνας για άνοιγμα όλων των σχολείων, για όλους τους μαθητές, με όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας, που διεκδικούν οι σύλλογοι και τα σωματεία γονέων και εκπαιδευτικών.